Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αποστιβής — ἀποστιβής, ές (Α) [στείβω] αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, απόμερος … Dictionary of Greek
ἀποστιβής — off the road masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)